Ουρικό οξύ - ουρική αρθρίτιδα


Το ουρικό οξύ (uric acid) ή 2,6,8-τριοξυπουρίνη ή (κατά IUPAC) 7,9-διυδρο-1Η-πουρινο-2,6,8(3Η)-τριόνη είναι μια άχρωμη, κρυσταλλική ουσία χωρίς οσμή και γεύση και είναι σχεδόν αδιάλυτο στο νερό. Ανακαλύφθηκε από τον Σουηδό φαρμακοποιό-χημικό Carl Wilhelm Scheele το 1776 σε ουρόλιθους (πέτρες της ουροδόχου κύστης, bladder calculi). 


Η ουρία, το ουρικό οξύ και η αμμωνία είναι οι ουσίες με τη μορφή των οποίων αποβάλλεται το περίσσευμα του αζώτου από τους διάφορους οργανισμούς. Το άζωτο αυτό προέρχεται: (α) από τον μεταβολισμό των πρωτεϊνούχων τροφών (άζωτο από τα αμινοξέα) και (β) από τον καταβολισμό των πουρινικών βάσεων του DNA και RNA (δηλ. της γουανίνης και της αδενίνης) οι οποίες προσλαμβάνονται με την τροφή ή απελευθερώνονται κατά τη φυσιολογική (ή μη) καταστροφή των κυττάρων του οργανισμού. Στον άνθρωπο, τα θηλαστικά και τους άλλους ουριοτελικούς οργανισμούς, το ουρικό οξύ αποτελεί το τελικό προϊόν του καταβολισμού των πουρινικών βάσεων (αδενίνη και γουανίνη) του DNA και RNA που προσλαμβάνει ο οργανισμός με την τροφή (εξωγενείς πουρίνες) ή παράγονται στον οργανισμό κατά τη φυσιολογική ή μη φθορά των κυττάρων του (ενδογενείς πουρίνες). Το ένζυμο-κλειδί είναι η οξειδάση της ξανθίνης (xanthine oxydase).

Στον άνθρωπο, το 70% της αποβολής του ουρικού οξέος γίνεται από τα νεφρά και το υπόλοιπο από τον γαστρεντερικό σωλήνα. Μελέτες έδειξαν ότι σε 5-25% των ανθρώπων υπάρχει κάποια βλάβη των νεφρών που παρεμποδίζει την έκκριση του ουρικού με αποτέλεσμα να προκαλείται υπερουριχαιμία (hyperuricemia). Τυπικά, ένα άτομο πάσχει από υπερουριχαιμία αν η συγκέντρωση του ουρικού οξέος είναι μεγαλύτερη από 7,2 mg/dL στους άνδρες και 6,0 mg/dL στις γυναίκες. Μη έγκαιρη αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή βλάβη των νεφρών. Ο προσδιορισμός ουρικού οξέος στο αίμα αποτελεί μια από τις πιο συνηθισμένες κλινικές αναλύσεις. Οι φυσιολογικές τιμές ουρικού οξέος στο αίμα είναι 3 - 7 mg/L, ενώ στα ούρα είναι 250 - 750 mg/24ωρο. Υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα δηλώνουν ότι είτε ο οργανισμός καταστρέφει τα κύτταρά του πολύ ταχύτερα από το κανονικό ή ότι δεν απαλλάσσεται γρήγορα από το ουρικό οξύ. Στον ανθρώπινο οργανισμό και στα ανώτερα θηλαστικά μικρή ποσότητα ουρικού οξέος βρίσκεται στο αίμα και αποβάλλεται με τα ούρα. 

Το ουρικό οξύ μπορεί να διασπαστεί προς αλλαντοΐνη υπό την επίδραση του ενζύμου ουρικάση. Η ουρικάση βρίσκεται σε πολλούς οργανισμούς από βακτήρια μέχρι και θηλαστικά. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα άλλα θηλαστικά ο άνθρωπος και τα άλλα πρωτεύοντα (πιθηκοείδη) δεν διαθέτουν το ένζυμο αυτό και έτσι ο καταβολισμός των πουρινών στους οργανισμούς τους τερματίζεται στο ουρικό οξύ. Επίσης, για κάποιο γενετικό λόγο δεν διαθέτουν ουρικάση και οι σκύλοι Δαλματίας. Επομένως, άνθρωποι, πιθηκοειδή και οι σκύλοι Δαλματίας είναι τα μόνα θηλαστικά που μπορεί να εμφανίζουν προβλήματα υπερουριχαιμίας. Πολλές επιδημιολογικές και κλινικές έρευνες βρήκαν συσχετισμό της υπερουριχαιμίας με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως επίσης και με τον σχηματισμό πέτρας στα νεφρά (νεφρολιθίαση). Ωστόσο, η κυριότερη χρόνια νόσος που ταλαιπωρεί πλήθος ανθρώπων είναι η ουρική αρθρίτιδα. ια συγκεντρώσεις ουρικού οξέος στο αίμα μεγαλύτερες από 7 mg/dL το αίμα καθίσταται υπερκορεσμένο πλέον ως προς το όξινο ουρικό νάτριο, οπότε δημιουργούνται κρύσταλλοι του άλατος βελονοειδούς σχήματος στο αρθρικό υγρό. Οι κρύσταλλοι συσσωρεύονται στις αρθρώσεις, προκαλούν τοπική φλεγμονή (αρθρίτιδα) και σχηματίζουν όζους, οι οποίοι ονομάζονται ουρικοί τόφοι. Για την πρόληψη ή για τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας συνιστάται δίαιτα φτωχή σε πουρίνες. Γενικά, η μεγάλη κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης της νόσου, ενώ μεγάλη κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων τη μειώνουν. Η μέτρια πρόσληψη λαχανικών ή πρωτεϊνών πλούσιων σε πουρίνη δεν φαίνεται να συνδέεται με την εμφάνιση της νόσου . 

Πηγή
http://www.chem.uoa.gr/chemicals/chem_uricacid.htm