Αδρεναλίνη, ορμόνη και νευροδιαβιβαστής



Η αδρεναλίνη (adrenaline) είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Η αδρεναλίνη ενεργοποιεί τον μηχανισμό διάσπασης του γλυκογόνου που βρίσκεται στο ήπαρ και έτσι αυξάνει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, ενεργοποιεί τα ελεύθερα λιπαρά οξέα και προκαλεί μια μεγάλη ποικιλία αντιδράσεων στο καρδιαγγειακό και στο μυϊκό σύστημα. Αυτές οι δράσεις της αποβλέπουν κατά κύριο λόγο στην κινητοποίηση του οργανισμού για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης ή μιας απειλής. Η ονομασία της αδρεναλίνης προέρχεται από τις λατινικές λέξεις: ad (επί) και renes (νεφροί). Αν και η ουσία αυτή είναι γνωστή στο ευρύ κοινό ως "αδρεναλίνη", στην επιστημονική βιβλιογραφία χρησιμοποιείται κυρίως η ελληνικής προέλευσης ονομασία επινεφρίνη (epinephrine).

Η αδρεναλίνη είναι η ορμόνη που βοηθά τον οργανισμό να ανταπεξέρχεται σε οξείες στρεσογόνες καταστάσεις. Bοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις ενεργειακές πηγές του σε περιπτώσεις έντονης δραστηριότητας, διεγείροντας το συμπαθητικό νευρικό σύστημα για κάποια επείγουσα ενέργεια κατά τη λεγόμενη "αντίδραση μάχης ή φυγής" (fight-or-flight response). Η αδρεναλίνη αυξάνει την παροχή της καρδιάς σε αίμα προκαλώντας ταχυκαρδία και αύξηση της συσταλτικότητας του μυοκαρδίου, επίσης αυξάνει τη συστολική αρτηριακή πίεση ("μεγάλη πίεση"), αλλά ελαττώνει τη διαστολική αρτηριακή πίεση ("μικρή πίεση"), λόγω της αγγειοδιαστολής που προκαλεί στους μυς. Σε αντίθεση, η νοραδρεναλίνη έχει αγγειοσυσπαστική δράση στα αγγεία του δέρματος και των σπλάγχνων και έτσι αυξάνει τόσο τη συστολική, όσο και τη διαστολική αρτηριακή πίεση.Η αδρεναλίνη αυξάνει το σάκχαρο του αίματος, επάγοντας τη διάσπαση του γλυκογόνου του ήπατος. Επίσης, ενισχύει τη λιπόλυση στον λιπώδη ιστό. Με τον τρόπο αυτό γίνονται διαθέσιμα τα απαραίτητα ενεργειακά αποθέματα για την άμεση κινητοποίηση του οργανισμού. Η επίδρασή της επεκτείνεται και στο κεντρικό νευρικό σύστημα, προκαλώντας αίσθημα άγχους, άμβλυνση του αισθήματος του πόνου (ως αποτέλεσμα έκκρισης ενδορφινών), όπως και όξυνση των αντανακλαστικών. Επιπλέον προκαλεί διαστολή των βρόγχων, μυδρίαση (διαστολή της κόρης του οφθαλμού), τρόμο (τρέμουλο) και ανόρθωση των τριχών. Η ποικιλία των αντιδράσεων που προκαλεί η αδρεναλίνη αποβλέπει στην αντιμετώπιση ενός "εχθρού" ή μιας απειλής. Για παράδειγμα, με τη μυδρίαση οξύνεται η όραση στο σκότος και περιορίζεται η πλευρική όραση (εστίαση στον "εχθρό"), ενώ η ανόρθωση των τριχών αυξάνει την ευαισθησία σε δονήσεις και τον όγκο του σώματος (στα ζώα) με την ελπίδα ότι θα φοβηθεί ο "εχθρός". Σε διανοητικό επίπεδο, η αδρεναλίνη περιορίζει τον ορθολογικό τρόπο σκέψης, επιτρέποντας έτσι την εκδήλωση περισσότερο πρωτόγονων αντιδράσεων, αφού κατά την αντίδραση "μάχης ή φυγής" υπάρχει συνήθως περισσότερη ανάγκη δράσης παρά σκέψης.Ερεθίσματα για την έκκριση της αδρεναλίνης αποτελούν ο φόβος, οι συγκινήσεις, οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, το ψύχος, η πτώση της πίεσης και η υπογλυκαιμία. Η αδρεναλίνη προετοιμάζει τον οργανισμό είτε να αντιμετωπίσει άμεσα το στρεσογόνο παράγοντα (αντίδραση "μάχης"), είτε να τον αποφύγει ταχέως (αντίδραση "φυγής").

Η αδρεναλίνη (επινεφρίνη) χρησιμοποιείται και ως φάρμακο σε επείγουσες καταστάσεις, όπου είναι απαραίτητη η "επιστράτευση" και των τελευταίων αποθεμάτων ζωτικότητας του οργανισμού. Τυπικά χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις βραδυκαρδίας, πτώσης της αρτηριακής πίεσης (collapsus) και καρδιακής ανακοπής. Με ένεση αδρεναλίνης στενεύει ο αυλός των αιμοφόρων αγγείων στους μυς και έτσι κυκλοφορεί περισσότερο αίμα στην καρδιά, γεγονός που επιταχύνει τους παλμούς της. Επέρχεται έτσι επαναφορά της καρδιακής λειτουργίας, αλλά η καρδιά υπερδραστηριοποιείται και θα πρέπει να επανέλθει σε ηρεμία με άλλα μέσα. Παρά το ότι η αδρεναλίνη προετοιμάζει το σώμα για την υψηλές αποδόσεις, έμμεσα εξασθενίζει το ανοσοποιητικό σύστημα. Η ιδιότητα αυτή χρησιμοποιείται για τη θεραπεία οξέων επεισοδίων αναφυλαξίας, η οποία είναι αποτέλεσμα απόκρισης του σώματος σε κάθε είδος αλλεργικής αντίδρασης. Στο εμπόριο διατίθενται αυτόματες ενέσεις (auto-injectors) αδρεναλίνης κατάλληλες για άμεση χορήγηση αδρεναλίνης σε τέτοιες περιπτώσεις, που συχνά φέρουν προληπτικά μαζί τους εκδρομείς.

Η αδρεναλίνη είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε. Το 1886 ο Αμερικανός οφθαλμίατρος William Horatio Bates δημοσίευσε στο περιοδικό New York Medical Journal την ανακάλυψη μιας ουσίας, η οποία παραγόταν στα επινεφρίδια και παρουσίαζε έντονη στυπτική και αιμοστατική δράση, ιδιότητα που την καθιστούσε ιδιαίτερα χρήσιμη στις χειρουργικές επεμβάσεις. Η ουσία αυτή ήταν η αδρεναλίνη. Από χημική άποψη η αδρεναλίνη ανήκει στις κατεχολαμίνες. Η βιοσύνθεση των κατεχολαμινών ξεκινά από τα αμινοξέα φαινυλαλανίνη και τυροσίνη. Η ολική χημική σύνθεση της αδρεναλίνης στο εργαστήριο είναι αρκετά απλή. Η σύνθεση ξεκινά με την αντίδραση της κατεχόλης με χλωροακετυλοχλωρίδιο, ακολουθεί αντίδραση με μεθυλαμίνη του χλωρακετυλοπαραγώγου και αναγωγή της παραγόμενης κετόνης (αδρεναλόνη) για να παραχθεί ρακεμική αδρεναλίνη. Το ρακεμικό μίγμα μπορεί να διαχωριστεί με κλασματική κρυστάλλωση των αλάτων των επιμέρους εναντιομερών μορφών με L-(+)-τρυγικό οξύ (φυσικό τρυγικό οξύ).

Πηγή
 http://www.chem.uoa.gr/chemicals/chem_adrenaline.htm