Σε παγκόσμιο επίπεδο, η καύση των αποβλήτων και γενικότερα όλων των συγγενών τεχνολογιών θερμικής επεξεργασίας των απορριμμάτων (αλλά και των βιομηχανικών και νοσοκομειακών αποβλήτων) θεωρούνται η σημαντικότερη πηγή έκλυσης διοξινών, στο περιβάλλον.
Οι διοξίνες είναι μια οικογένεια χημικών ουσιών εξαιρετικά ύποπτη για καρκινογενέσεις, ιδιαίτερα τοξική για τον άνθρωπο και ανθεκτική στη βιολογική αποικοδόμηση. Με την ονομασία διοξίνη συνήθως εννοείται η 2,3,7,8-τετραχλωροδιβενζο-p-διοξίνη (2,3,7,8-TCDD ή απλά TCDD), η τοξικότερη απ' όλες τις διοξίνες. Οι διοξινες σχηματίζονται κυρίως κατά την ατελή καύση οργανοχλωριούχων ενώσεων, χλωριούχων πολυμερών, όπως το PVC (πολυβινυλοχλωρίδιο), αλλά παραδόξως και κατά την καύση οργανικών υλικών παρουσία χλωριούχων αλάτων σε θερμοκρασίες 600-1000 ºC. Επιπλέον, οι διοξίνες αποτελούν ανεπιθύμητα παραπροϊόντα διαφόρων βιομηχανικών διεργασιών, όπως η λεύκανση χαρτοπολτού, η παραγωγή χλωρίνης, η καύση βενζίνης, πετρελαίου και ξύλου. Οι διοξίνες δεν διαλύονται στο νερό, αλλά είναι λιποδιαλυτές και συσσωρεύονται στους λιπώδεις ιστούς των ζωντανών οργανισμών. Η ημιπερίοδος ζωής της TCDD, δηλαδή η μείωση στο 50% της αρχικής ποσότητας, διαρκεί 3 έως 30 χρόνια. Προσροφημένες διοξίνες σε ιζήματα ή σε αιωρούμενα σωματίδια έχουν χρόνο υποδιπλασιασμού που ξεπερνά το 1,5 έτος. Ο χρόνος υποδιπλασιασμού τους στο χώμα εκτιμάται στο 1 έως 3 έτη, ενώ αν βρίσκονται "θαμμένες" ακόμη βαθύτερα, μπορεί να ξεπεράσει τα 12 έτη.
Έχουν πραγματοποιηθεί πολλές επιστημονικές μελέτες ως προς τις ποσότητες διοξινών που εκλύονται κατά τη καύση διάφορων υλικών. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν μελέτες καύσης προσομοιωμένων οικιακών απορριμμάτων σε χαλύβδινα βαρέλια από τον Gullett (1999, 2000) και τους συνεργάτες του. Οι μετρήσεις τους έδειξαν ότι καθώς αυξάνεται η ποσότητα του πολυβινυλοχλωριδίου (PVC) αυξάνεται και η ποσότητα των παραγόμενων διοξινών. Επίσης έχει διαπιστωθεί ότι η παρουσία χάλκινων συρμάτων κατά την καύση απορριμμάτων που περιέχουν PVC αυξάνει τις παραγόμενες διοξίνες κατά 570 φορές στα εκλυόμενα αέρια και κατά 2000 φορές στην τέφρα.
Στην εμπεριστατωμένη μελέτη του Στέλιου Ψωμά Περιβαλλοντολόγου (Greenpeace Νοέμβριος 2005) αναφέρονται τα παρακάτω. Ακόμη και με την καλύτερη δυνατή τεχνολογία, οι αποτεφρωτήρες θα εκπέμπουν τοξικά βαρέα μέταλλα και άκαυστα απόβλητα. Παράλληλα με τις αέριες εκπομπές, θα παράγει στερεά τοξικά απόβλητα (με τη μορφή σκουριάς και τέφρας), καθώς και τοξικά υγρά απόβλητα, τα οποία βέβαια απαιτούν ειδική διαχείριση. Όσο πιο αναπτυγμένα συστήματα αντιρρύπανσης διαθέτει ένα εργοστάσιο καύσης αποβλήτων, τόσο περισσότερες τοξικές ουσίες συσσωρεύονται στα υγρά και στερεά απόβλητα και τόσο δυσκολότερη και ακριβότερη γίνεται η διαχείρισή τους. Ένας μύθος, είναι πως οι διοξίνες καταστρέφονται λόγω των πολύ υψηλών θερμοκρασιών (άνω των 1.000 βαθμών Κελσίου) που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της καύσης. Όμως τα καυσαέρια πριν βγουν από την καμινάδα ψύχονται και στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας υπάρχουν οι ιδανικές θερμοκρασιακές συνθήκες (300-600 βαθμοί) για να δημιουργηθούν εκ νέου διοξίνες. Κάποιες από τις διοξίνες αυτές διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα, ενώ όσες συγκρατούνται από τα συστήματα αντιρρύπανσης, καταλήγουν αναπόφευκτα στα υγρά και στερεά απόβλητα της καύσης. Μελέτη για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδειξε ότι στα σύγχρονα εργοστάσια καύσης, ένα μικρό ποσοστό διοξινών (της τάξης του 1,7%) διαφεύγει τελικά από την καμινάδα, ενώ το συντριπτικό ποσοστό καταλήγει στις τοξικές τέφρες και τις σκουριές. Το στερεό αυτό υπόλειμμα από την καύση των απορριμμάτων (80-95% τέφρα πυθμένα) σε πολλές περιπτώσεις, είναι γεμάτο από διοξίνες και βαρέα μέταλλα και πρέπει να θάβεται σε ειδικές χωματερές τοξικών αποβλήτων. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, χρησιμοποιείται για έργα οδοποιίας (Γαλλία, ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Πορτογαλλία). Στο Νιουκάστλ στη Μ. Βρετανία, χρησιμοποιήθηκαν τέφρες από γειτονικό εργοστάσιο καύσης για την επίστρωση πεζοδρομίων, πάρκων ακόμη και σχολικών αυλών. Οι σχετικές μετρήσεις που έγιναν έδειξαν ότι οι συγκεντρώσεις τοξικών μετάλλων, όπως υδράργυρος 2,406 %, κάδμιο 785% και μόλυβδος 136% πάνω από επιτρεπτά επίπεδα.
Βιβλιογραφία
1] http://www.chem.uoa.gr/chemicals/chem_dioxin.htm. Η χημική ένωση του μήνα [Ιούνιος 2010], Θανάσης Βαλαβανίδης και Κων/νος Ευσταθίου, Καθηγητές τμήματος Χημείας Πανεπιστημίου Αθηνών.
2] http://www.greenpeace.org/raw/content/greece/press/118523/264982.pdf. ΚΑΥΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ Ακριβή – Αναποτελεσματική – Επικίνδυνη, Στέλιος Ψωμάς Περιβαλλοντολόγος, greenpeace 2005
3] Allsopp M, Costner P, Johnston P, (2001). Incineration and human health. State of knowledge of the impacts of waste incinerators on human health. Greenpeace Research Laboratories. University of Exeter, UK.
4] Giugliano, M., Cernuschi, S., Grosso, M., Miglio, R., Aloigi, E. (2002). “PCDD/F Mass Balance in the Flue Gas Cleaning Units of a MSW Incineration Plant,” Chemosphere, vol. 46, pp. 1321-1328.
4] Giugliano, M., Cernuschi, S., Grosso, M., Miglio, R., Aloigi, E. (2002). “PCDD/F Mass Balance in the Flue Gas Cleaning Units of a MSW Incineration Plant,” Chemosphere, vol. 46, pp. 1321-1328.
5] Paul M. Lemieux Emissions of Polychlorinated Dibenzo-p-dioxins and Polychlorinated Dibenzofurans from the Open Burning of Household Waste in Barrels. Environ. Sci. Technol., ASAP Article January 4, 2000
6] http://el.wikipedia.org
7] http://www.cank.org.uk/IncineratorAshGuardian8May2000.html Guardian, “Children at Risk From Poisoned Ash on Paths” May 8, 2000